H Ουάσιγκτον προκαλεί

      και το ποντίκι βρυχάται
Η πρόσφατη δοκιμή διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου από τη Βόρεια Κορέα που μπορεί να απειλήσει και το έδαφος των ΗΠΑ, προκάλεσε εντονότερη αμερικανική αντίδραση από οποιαδήποτε προηγούμενη, αφ΄ότου ξέσπασε η κρίση μετά την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων του Ντόναλντ Τραμπ.
 Ο απόστρατος ναύαρχος Mike Mullen, πρώην αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των ΗΠΑ, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα στο ABC ότι ο πυρηνικός πόλεμος έχει καταστεί «πλέον προφανής από κάποτε άλλοτε, κι αυτό με κάνει να τρέμω μέχρι θανάτου, ειλικρινά!».
Ο Mullen εξέφρασε επίσης ανησυχία επειδή γεγονός είναι πως «στρατηγοί έχουν καταλάβει επίκαιρες θέσεις με ουσιαστικούς ρόλους στην διακυβέρνηση Τραμπ».
  Αναφερόμενος στα ζητήματα που έχουν προκύψει με την Κορεατική Χερσόνησο δήλωσε: «Εξακολουθώ να ανησυχώ για το ενδεχόμενο που μπορεί να προκύψει εκεί. Ανησυχώ περισσότερο για την αβεβαιότητα που έχει δημιουργηθεί πλέον, παρά πριν ένα χρόνο, με την ρητορική που εκφράζεται. Ανησυχώ και επειδή η διακυβέρνηση Τραμπ έχει ανεβάσει τους τόνους από την πρώτη ημέρα. Και το πλέον ανησυχητικό είναι πως διαγράφονται επικίνδυνες προοπτικές».
  Σε έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ η πρεσβευτής των ΗΠΑ Nikki Haley δήλωσε πως «ενώ η Ουάσιγκτον δεν επιδιώκει σύρραξη, αν ο πόλεμος έρθει -μην γίνει κάποιο λάθος- επειδή το βορειοκορεατικό καθεστώς θα καταστραφεί εντελώς».
  Έτσι παρά τις δηλώσεις του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Rex Tillerson με τις οποίες δείχνει να διαφωνεί ο πρόεδρος Τραμπ ότι «η διπλωματική προοπτική παραμένει ανοικτή προς το παρόν», ήρθε η συμπληρωματική δήλωση πως «όμως, η διπλωματία δεν είναι βιώσιμη αλλά απαιτείται νομικά θα πρέπει να υποστηρίζεται από την Χάρτα του ΟΗΕ».
  Θυμίζουμε πως η Χάρτα απαγορεύει την απειλή ή και ακόμη την χρήση βίας εκτός αν υπάρχει εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας «για λόγους αυτοάμυνας εναντίον ένοπλης επίθεσης».
  To άρθρο 2(3) υποχρεώνει όλα τα μέλη «να επιλύουν τις διαφορές τους με ειρηνικά μέσα, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διακανονίζονται οι διεθνείς διαφορές, χωρίς να διακινδυνεύει η διεθνής ειρήνη, ασφάλεια και δικαιοσύνη».
  Η Κίνα και Η Ρωσία, μόνιμα  μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενώ έχουν υποστηρίξει τις αποφάσεις για τα οικονομικά αντίποινα για την Β. Κορέα, είναι αντίθετες με το ενδεχόμενο στρατιωτικού πλήγματος , και είναι σε θέση να προβάλλουν βέτο σε περίπτωση που ζητηθεί.
  Οι σχολιαστές υποστηρίζουν ότι Ρωσία και Κίνα «πήραν το μάθημά τους από την απόφαση που είχαν αποσπάσει το 2003 οι ΗΠΑ για την εισβολή στο Ιράκ και είναι έτοιμες να αποτρέψουν ένα νέο παρόμοιο ενδεχόμενο».
  Στην απόφαση 2375,του Σεπτεμβρίου, Κίνα και Ρωσία περιέλαβαν παράγραφο, η οποία «απαγορεύει την στρατιωτική δράση βορείως του 38ου παραλλήλου που χωρίζει τη Νότιο από τη Βόρειο Κορέα. 
 Τον περασμένο Αύγουστο όμως, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των ΗΠΑ στρατηγός H. R. McMaster, αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο «προληπτικού πολέμου» εναντίον της Βόρειας Κορέας.
  Εν μέσω της εμπρηστικής ρητορικής του Ντ. Τραμπ, έχουν αρχίσει ήδη στο Κογκρέσο συζητήσει «για τη νομιμότητα πυρηνικού πλήγματος εναντίον της Βόρειας Κορέας και τους περιορισμούς στο δικαίωμα του προέδρου να διατάξει κάτι παρόμοιο».
  Στην συνεδρίαση της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων στις 14 Νοεμβρίου, ο  Brian McKeon δικηγόρος και πρώην αξιωματούχος του Πενταγώνου κατέθεσε πως το Σύνταγμα απαιτεί οποιαδήποτε απόφαση για πολεμική σύγκρουση με την Β. Κορέα, να έχει την έγκριση του Κογκρέσου. «Μεγάλη πλειοψηφία απαιτείται στην περίπτωση που χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα, ή και αν θα πρέπει να αποκλεισθεί η χρήση τους».
  Κατά την διάρκεια της ίδιας διαδικασίας, ο πρώην επικεφαλής της Στρατηγικής Διοίκησης Robert Kehler έφερε το ενδεχόμενο να προβληθεί βέτο από την στρατιωτική ηγεσία για την προεδρική απόφαση να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα.
  Όπως επισημαίνεται σε σειρά δημοσιευμάτων, που φανερώνουν ότι έχει φουντώσει η πολεμική ατμόσφαιρα στις ΗΠΑ, ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος να εμποδιστεί πυρηνικός πόλεμος με τη Β. Κορέα, «είναι να υπάρξει διαβεβαίωση πως οι ΗΠΑ δεν θα κάνουν το πρώτο πλήγμα».
Ο πρώην διευθυντής του Εθνικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας Peter Feaver δήλωσε στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας ότι «ακόμη και μία πρώτη πυρηνική έκρηξη θα προκαλούσε αλυσιδωτές αντιδράσεις εξαιρετικά επιζήμιες με ανεξέλεγκτα επικίνδυνα επακόλουθα για τον πολιτισμό μας».
Η ρωσική αντίδραση
  «Οι ΗΠΑ προσπαθούν να προκαλέσουν τη Β. Κορέα να ξεκινήσει πόλεμο ώστε να την πλήξει απαντώντας», σύμφωνα με δήλωση του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ. «Βρισκόμαστε σε ετοιμότητα, επειδή τους προηγούμενους δύο μήνες, όταν η Β. Κορεά δεν πραγματοποιούσε πυραυλικές δοκιμές, φαινόταν πως η Ουάσιγκτον δεν ήταν ικανοποιημένη γι’ αυτό και προσπαθούσε να προκαλέσει την Πιονγκγιανγκ».
  Αναφερόμενος σε δηλώσει Αμερικάνων αξιωματούχων είπε ακόμη: «Είναι σαν να ελπίζουν ότι οι Βορειοκορεάτες θα φτάσουν στα άκρα και τότε θα τους παρασχεθεί η δυνατότητα να εμπλακούν σε στρατιωτικές προοπτικές».
  Όπως έγραψαν βρετανικές εφημερίδες, ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν «έχει δώσει οδηγίες στις ρωσικές βιομηχανίες να προετοιμασθούν για το ενδεχόμενο να μετατρέψουν την παραγωγή τους σε απαιτήσεις πολέμου».
  Σύμφωνα με σχολιαστές δεν θα γινόταν παρόμοια ανακοίνωση εκτός αν η ρωσική ηγεσία δεν ήταν πεισμένη πως ενδεχόμενος πόλεμος είναι πιθανός».