«Δυσαρμονία κυβερνητικών πρακτικών και νόμων προς τους συνταγματικούς κανόνες για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών»
1. Η Κυβέρνηση, αρνούμενη να δώσει εξηγήσεις σχετικές με την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών επώνυμων δημόσιων λειτουργών και παραγόντων της πολιτικής ζωής του τόπου μας, κατέφυγε σε μια αόριστη επίκληση του απορρήτου των συλλεγόμενων από την ΕΥΠ πληροφοριών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ακόμη πιο ακραία ήταν η στάση της Κυβέρνησης επί του αυτού ζητήματος κατά την πρόσφατη συζήτηση πρότασης δυσπιστίας κατ’ αυτής από την αξιωματική αντιπολίτευση στη Βουλή των Ελλήνων. Στο πλαίσιο της κορυφαίας αυτής εκδήλωσης κοινοβουλευτικού ελέγχου, η Κυβέρνηση επέλεξε να μην παράσχει οποιαδήποτε εξήγηση για τον λόγο για τον οποίο η αξιωματική αντιπολίτευση υπέβαλε στη Βουλή πρόταση δυσπιστίας κατ’ αυτής. Οι βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας, παρακάμπτοντας το ζητούμενο, επαναλάμβαναν στερεότυπα την κοινή τους τοποθέτηση ότι τα ίδια και χειρότερα έκανε και η αντιπολίτευση όταν αυτή ήταν κυβέρνηση. Η τελευταία αυτή υπεκφυγή της Κυβέρνησης ενέχει μια συμψηφιστική λογική, η οποία αποπροσανατολίζει ηθελημένα την κοινή γνώμη με τρόπο επικίνδυνο για τη λειτουργία της Κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας, εκδηλώνοντας περιφρόνηση που πλήττει τον πυρήνα αυτής, τον συνταγματικώς εγγυημένο θεσμό του κοινοβουλευτικού ελέγχου της Κυβέρνησης.
2. Αλλά και πέραν των κατά τα προεκτεθέντα αντίθετων στο Σύνταγμα πρακτικών, συντελέστηκε με τις επιλογές της Κυβέρνησης και μια άλλη συνταγματική εκτροπή με μια τροπολογία που μπήκε τελευταία στιγμή στον νόμο 4790/2021 και με τον νόμο 5002/2022, που ψηφίστηκε μόνο από την κυβερνητική πλειοψηφία. Ειδικότερα:
α) Με τον πρώτο από τους παραπάνω νόμους (άρθρο 87) τροποποιήθηκε η προϊσχύσασα αυτού ρύθμιση για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί ύστερα από τη σύσταση της ΑΔΑΕ με τον νόμο 3115/2003. Η ρύθμιση αυτή ίσχυε αδιαλείπτως 18 ολόκληρα χρόνια, από το 2003 έως το 2021, οπότε και τροποποιήθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, με το άρθρο 87 του νόμου 4790/2021. Η τροποποίηση αυτή επήλθε με την προσθήκη μιας περαιτέρω προϋπόθεσης για την άσκηση της εμπίπτουσας έως τότε στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ εξουσίας να προβαίνει αυτή μόνη, ως Ανεξάρτητη Αρχή, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 19 και 101Α του Συντάγματος, στη γνωστοποίηση της επιβολής του μέτρου άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας στο θιγόμενο με το μέτρο αυτό πρόσωπο, ώστε να ασκήσει αυτό τα νόμιμα δικαιώματά του, ζητώντας ενημέρωση και προστασία από τις αρμόδιες αρχές. Η τεθείσα με τον νόμο 4790/2021 πρόσθετη προϋπόθεση είναι «η σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου», ο οποίος όμως δεν επιλέγεται, όπως ισχύει για τα μέλη κάθε ανεξάρτητης αρχής, από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, στην οποία εκπροσωπούνται όλα τα συμμετέχοντα στη Βουλή κόμματα, και μάλιστα, για λόγους διασφάλισης της ανεξαρτησίας των επιλεγόμενων μελών, με την οριζόμενη στο Σύνταγμα αυξημένη πλειοψηφία (4/5 έως την συνταγματική αναθεώρηση του 2019 και 3/5 μετά από αυτήν). Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επιλέγεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος, από την Κυβέρνηση (το Υπουργικό Συμβούλιο), και μάλιστα, όπως είναι γνωστό από την πολιτική ιστορία του τόπου μας, με κριτήρια μη ανταποκρινόμενα συνήθως στις επιταγές του Συντάγματος για την κατά το άρθρο 87 παρ. 1 αυτού διασφάλιση της «λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών» και την κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος διάκριση της Δικαστικής από την Εκτελεστική Εξουσία. Έτσι όμως καθίσταται σαφές ότι με τη νομοθετική αυτή (δια του νόμου 4790/2021) επέμβαση της Κυβέρνησης αίρεται η (δια των άρθρων 19 παρ. 2 και 101Α Σ) εγγυημένη ανεξαρτησία της ΑΔΑΕ, ως ανεξάρτητης αρχής.
β) Η κατά τα προεκτεθέντα αντισυνταγματική απόκλιση από την προϊσχύσασα του νόμου 4790/2021 ρύθμιση κατέστη μεγαλύτερη με τον νόμο 5002/2022. Όπως ρητά ορίζεται με το άρθρο 4 του εν λόγω νόμου, «η άρση [του απορρήτου των επικοινωνιών] γνωστοποιείται μετά από απόφαση τριμελούς οργάνου …», το οποίο αποτελείται από δύο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ, που αποτελεί πλέον μειοψηφία στο τριμελές αυτό όργανο.
Ο πρώτος από τους παραπάνω εισαγγελικούς λειτουργούς είναι ο «αποσπασμένος στην ΕΥΠ» εισαγγελέας. Πρόκειται δηλαδή για δημόσιο λειτουργό που έχει συμπράξει στην άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και τίθεται (και εξ αυτού του λόγου) ζήτημα μιας μη ανεκτής στο δίκαιο αντίφασης: να αποφασίζει ένας λειτουργός που συνέπραξε στην άρση του απορρήτου επί αιτήματος που αφορά στη διασφάλιση του ίδιου απορρήτου, το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητα όχι της ΕΥΠ, αλλά της ΑΔΑΕ, και μάλιστα με επιταγή του Συντάγματος. Σε ό,τι αφορά εξ άλλου τον δεύτερο των εν λόγω εισαγγελικών λειτουργών, αυτός είναι μέλος του υπό τον τίτλο «Συμβούλιο Ανάλυσης, Ερευνών και Προγραμματισμού για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος» διοικητικού οργάνου, του οποίου τα μέλη ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Και οι δύο δηλαδή ως άνω εισαγγελικοί λειτουργοί είναι μέλη συλλογικών διοικητικών οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας, και μάλιστα της Κεντρικής Διοίκησης. Πρόκειται για εισαγγελείς ενταγμένους λειτουργικά σε όργανα συλλογικά της Δημόσιας Διοίκησης, των οποίων η συμμετοχή στο κατά τα προεκτεθέντα «τριμελές όργανο» αίρει τη συνταγματικά εγγυημένη ανεξαρτησία της ΑΔΑΕ.
γ) Αλλά και πέραν των ανωτέρω, αντίθετη προς θεμελιώδεις επιταγές του Κράτους Δικαίου είναι και η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 7 εδ. 1 του νόμου 5002/2022, με την οποία ορίζεται ότι η «γνωστοποίηση επιβολής του περιοριστικού [της ατομικής ελευθερίας του απορρήτου των επικοινωνιών] μέτρου στον θιγόμενο» μπορεί να αποφασισθεί όχι αμέσως μετά τη λήξη του δυσμενούς για τον θιγόμενο πολίτη μέτρου, όπως όριζε η έως τότε ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση, αλλά «μετά την πάροδο τριών ετών από την παύση ισχύος της διάταξης άρσης του απορρήτου» και ύστερα από σχετική αίτηση του θιγομένου. Θα πρέπει μάλιστα να παρατηρηθεί περαιτέρω ότι, έτσι όπως ορίζεται στον ψηφισθέντα από την κυβερνητική πλειοψηφία νόμο 5002/2022, και αν ακόμη γινόταν δεκτή η εν λόγω αίτηση από το οριζόμενο στην ίδια διάταξη τριμελές διοικητικό όργανο, η αποδοχή αυτή δεν θα είχε πρακτικό νόημα, αφού ο ίδιος νόμος προβλέπει ότι σε περιπτώσεις λόγων «εθνικής ασφάλειας» το σχετικό με το ζήτημα αυτό αρχειακό υλικό καταστρέφεται με την πάροδο εξαμήνου από την παύση του μέτρου άρσης του απορρήτου. Έτσι η εξουσία γίνεται ανέλεγκτη, σκεπασμένη από ένα απέραντο πέπλο απροσδιόριστου εύρους αόριστων νομικών εννοιών και μυστικότητας, πράγμα ασύμβατο προς την Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και την αρχή του Κράτους Δικαίου.
Φίλιππος Δωρής
Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των συντακτών την Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023