Επιστολή προς τον ανώνυμο πράκτορα…
Του Γιάννη Κριτσαντώνη
«Αεροδρόμιο Λος Άντζελες
Ηνωμένες Πολιτείες.
«Αγαπητέ κύριε
Πήρα το θάρρος να σας γράψω, επειδή πρώτον εμείς στην Ελλάδα μπήκαμε επί τέλους στο ολυμπιακό έτος και δεύτερον επειδή η γιαγιά μου είναι έξω φρενών μαζί σας– όσο έξω φρενών μπορεί να είναι βέβαια μια Σμυρνιά με πατερίτσες και καταρράκτη, 85 χρόνων – η οποία βρέθηκε χωρίς καλά -καλά να το σκεφτεί στο Λος Άντζελες την περασμένη εβδομάδα. Η γιαγιά μου, που λέτε, η κακομοίρα, είχε πάει, έπειτα από πολλά χρόνια επί τέλους να δει την νεότερη αδελφή της που μένει σ ένα προάστιο του Παρισιού, όταν φαίνεται πως τους μπήκε ο διάολος μέσα τους να πάνε και οι δύο να δούνε, λέει, την άλλη αδελφή τους που μένει στο Λος Άντζελες, έτσι ξαφνικά για να της κάνουν έκπληξη…Είπε «ναι» η γιαγιά μου χωρίς να το πολυκαταλάβει και η άλλη, η αδελφή της, ντε, που είναι και πλούσια στο Παρίσι αλλά χωρίς παιδιά, είπε για να μην είναι μόνες τους τόσο μεγάλο ταξίδι, να πάρει μαζί της τον ασφαλιστή της, έναν Γάλλο μαυριτανικής καταγωγής, το υιοθετημένο οχτάχρονο «μαυράκι» που έχει στο σπίτι καθώς και την ηλικιωμένη κινέζα μαγείρισσα του σπιτιού…»
«Τώρα, πώς σας φάνηκαν εσάς εκεί αυτοί οι άνθρωποι – και εν μέρει βέβαια σας δικαιολογώ – είναι κάτι που μου τα περιγράφει πολύ μπερδεμένα η γιαγιά μου στο τηλέφωνο (ακόμα εκεί σε κάτι κρατητήρια τους έχετε, λέει, οργισμένη που δεν πρόλαβε, λέει, να γυρίσει και έχασε το ραντεβού στο ΙΚΑ που είχε με τον οφθαλμίατρο– εσείς προφανώς δεν έχετε τέτοιο ίδρυμα εκεί και δεν σας νοιάζει-, αλλά, λέει απ ο,τι κατάλαβα, πως της ζητήσατε να γδυθεί και σας ρώτησε με… σατανικό χαμόγελο «γιατί». Της είπατε, λέει, ότι θέλατε να δείτε αν κουβαλάει κάτω από εκείνο το παλιό σμυρναίικο κομπιναιζόν εκρηκτικές ύλες! Σας είπε «τι λες παιδάκι μου, μετά από τόσα χρόνια;» αλλά εσείς επιμένατε. Μετά από αυτό και αφού είχαν περάσει πέντε ώρες εκεί στο αεροδρόμιο, της είπατε να… ξεβιδώσει στη μέση το μπαστούνι της, επειδή φοβόσασταν πάλι για… μπαρούτι, αλλά η γιαγιά μου η Σμυρνιά έγινε «Τούρκος» - δεν την ξέρετε εσείς αυτή την έκφραση, λυπάμαι – και σας εξήγησε ότι δεν ξεβιδώνει το μπαστούνι, ένας απλός αλουμινοσωλήνας είναι που κόστισε στο ΙΚΑ 35 Ευρώ και το χει για να στηρίζεται, αλλά εσείς ήσασταν ανένδοτος. Μετά, λέει, τρελαθήκατε, επειδή δεν μπορούσατε να φωτογραφίσετε την ίριδα του ματιού της – εμ βέβαια, με τέτοιο καταρράκτη; – και σας λυπήθηκε. Ετοιμάστηκε να σας πει κανένα παραμύθι από κείνα τα ωραία σμυρναίικα που ξέρει και τα έλεγε και σε μας, μπας και ηρεμήσετε, αλλά παρατήρησε, λέει, ότι ήσασταν πολύ νευρικός, δεν είχατε το μυαλό σας εκεί συγκεντρωμένο και κάθε τόσο, λέει, κοιτούσατε από το ανοιχτό παράθυρο τον κατάμαυρο ουρανό του Λος Άντζελες, αλλά δεν καταλάβαινε «τι ψάχνατε να βρείτε…»
«Τέλος πάντων κύριε πράκτορά μου, λέει η γιαγιά ότι τρέματε κιόλας ή κάτι τέτοιο και της ήλθε η ιδέα, να μου παρατηρήσει στο τηλέφωνο – από αυτό που της επιτρέψατε να κάνει, εμένα πήρε, δεν πήρε τον δικηγόρο της – ότι (άκου τι σκέφτηκε 85 χρόνων γυναίκα) πώς, λέει, να μας προστατέψετε στους ολυμπιακούς αγώνες που αναλάβατε τέτοιο βάρος, όταν εσείς ο ίδιος χρειάζεστε ψυχολογική υποστήριξη ή τέλος πάντων κάποιον να σας ηρεμήσει; Έτσι είπε, αλλά κόπηκε η γραμμή και το μόνο που πρόλαβα να ακούσω από τη γιαγιά ήταν μια σμυρναίικη βρισιά αλλά στα τούρκικα. Τι να σας πω, δεν κατάλαβα τι ήθελε να πει στη συνέχεια, δεν με ενδιαφέρει άλλωστε. Εκείνο που με ενδιαφέρει, είναι να μου στείλετε τη γιαγιά πίσω στην Ελλάδα, τη χρειαζόμαστε για τη σοφία της και τους ολυμπιακούς αγώνες. Κι άμα θέλετε, ελάτε κι εσείς εδώ να ηρεμήσετε. Μην πάτε σε αμερικανό ψυχίατρο, θα είναι χειρότερα.
Ταύτα και μένω.
Φιλιά στους υπόλοιπους της βάρδιας».