από έλλειψη χιούμορ!
Η ομαδική σκληρότητα στο χιούμορ. - Τα «ολισθήματα» της εξουσίας και οι μπανανόφλουδες.
«Ένας άνθρωπος γλιστράει σε μια φλούδα μπανάνας μπροστά σε δέκα πρόσωπα. Αν ο άνθρωπος γελάσει, αυτό φανερώνει χιούμορ. Δέκα πρόσωπα γλιστρούν πάνω σε δέκα φλούδες από μπανάνες μπροστά σε έναν άνθρωπο. Αν αυτός ο άνθρωπος γελάσει, είναι ένας ανόητος»[1].
Χωρίς να αποτελεί δόγμα, το παράδειγμα που δανείζεται ο Robert Escarpit από έναν παλιό χιουμοριστή προκειμένου να ερμηνεύσει την ομαδική σκληρότητα στο χιούμορ, άνετα μπορεί να εκφράσει την εποχή όπου, η ανωτερότητα έχει θυσιαστεί στο βωμό της πολιτικής εμπάθειας και τού ταξικού συμφέροντος. Γιατί, ούτε ο «παθών» ανάγεται πάνω από την «ολότητα» για να γελάσει με το πάθημά του, ούτε οι «παθόντες» υπάγονται στον οίκτο του πρώτου για να του στερήσουν την χαιρέκακη ικανοποίηση από το θέαμα. Ο «Παθών», γελάει με τα «ολισθήματα» των πολιτικών, με τις «κατρακύλες» των στρατιωτικών, με τις υστεροβουλίες της αντίδρασης και τον βίαιο ρομαντισμό της «πάλης των τάξεων», όσο τραγικά κι αν προϊδεάζουν το μέλλον του. Η Δημοκρατία του 1924 ήταν θνησιγενής, γιατί δεν είχε χιούμορ!
Εννέα χρόνια μέχρι την παλινόρθωση των Γλίξμπουργκ, οι ενεργοί πολίτες έπαψαν να παίρνουν στα σοβαρά τα στρατιωτικά κινήματα και τους κινηματίες στρατηγούς που τους είχαν βγάλει στο παρελθόν από τα εθνικά αδιέξοδα. Ούτε ο Πλαστήρας, ούτε ο Κονδύλης, ούτε ο Πάγκαλος είχαν προσφέρει λίγα στην υπόθεση της εθνικής αξιοπρέπειας και της Δημοκρατίας, όμως οι επαναλήψεις των στρατιωτικών κινημάτων στη διάρκεια της Αβασίλευτης, είχαν φαιδρύνει την διαδικασία διαδοχής στην εξουσία, με εκλογές ή και χωρίς αυτές. Οι βίαιες «ανανεώσεις» της πολιτικής ζωής ή οι αναπαλαιώσεις της, τροφοδοτούσαν τους χιμπατζήδες της αντίδρασης με μπανάνες, τις φλούδες των οποίων απέρριπταν επιδεικτικά μπροστά στα πόδια της παλιάς δημοκρατικής ηγεσίας και της νέας που είχε προέλθει από τη διάσπαση της παλιάς. Τα ολισθήματα κατά τα τελευταία χρόνια της εξουσίας των Βενιζελικών υπήρξαν καθοριστικά για την τύχη της Δημοκρατίας που, ίσως θα την έσωζε λίγη αυτοπεποίθηση και περισσότερο χιούμορ. Ο στρατηγός Πλαστήρας εξ υποτροπής «σωτήρας» της, απέτυχε να «διορθώσει» την αντιδραστική πορεία της το 1933. Ο στρατηγός Πάγκαλος αντιποιήθηκε τη δικτατορία για να την «εξυγιάνει» το 1925 κι ο στρατηγός Κονδύλης, ως «κεραυνός», την παρέδωσε στις φλόγες της μοναρχίας το 1935. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κι ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, έγιναν τα τραγικά σύμβολα ενός χιούμορ που άλλαζε χρώμα.
Υδροκεφαλισμός του περιοδικού τύπου. - Δημοκρατία χιουμοριστικώς ανοχύρωτη. - Η «μαύρη αντίδραση» προστάτις της ελευθεροτυπίας!
Η πολιτική γελοιογραφία είχε ωριμάσει όταν, από το γκρίζο πέρασε στο μαύρο χιούμορ. Η γελοιογραφία που σατίριζε καθημερινά και κοινωνικά θέματα, θριάμβευε. Στα εννιά χρόνια της ανασφαλούς Δημοκρατίας έγιναν τόσες διώξεις στον Τύπο, όσες δεν είχαν γίνει μέσα στα 12 χρόνια του εθνικού διχασμού. Εφημερίδες έκλειναν η μια μετά την άλλη, εκδότες και δημοσιογράφοι φυλακίζονταν και οι γελοιογράφοι αναζητούσαν νέες επιφάνειες εργασίας λιγότερο επικλινείς για λιγότερο ολισθηρές αταξίες. Επόμενος ήταν ο υδροκεφαλισμός του περιοδικού τύπου, ο οποίος ακολουθούσε την εμπορική ρύση προς τα ερωτικά ενδιαφέροντα των «φιλομαθών» αναγνωστών και αναγνωστριών που θα τροφοδοτούσε στο εξής η αστείρευτη δεξαμενή των αστέρων του Χόλιγουντ, με σκανδαλιστικές ειδήσεις.
Το «άσεμνο» δεν ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να ανεχθεί μια καπιταλιστική Δημοκρατία στον ελεύθερο ανταγωνισμό, ούτε οι «προσφορές» δώρων με τη μορφή κουπονιών από τις εφημερίδες. Κι όμως ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος βαδίζοντας ανάμεσα σε «μπανανόφλουδες» διολίσθαινε προς την τροποποίηση του Νομοσχεδίου εκείνου περί Τύπου, που δεν ήταν ούτε αυστηρότερο ούτε επιεικέστερο του ισχύοντος από το 1837, Νόμου. Η απλούστευση των διαδικασιών εκδίκασης των σχετικών αδικημάτων και η κατάργηση του «αθέμιτου ανταγωνισμού» των εφημερίδων, ως αφορμές, ανάδειξαν την αντίδραση υπέρμαχο της «ελευθεροτυπίας» και τη Δημοκρατία, χιουμοριστικώς ανοχύρωτη. Όταν τρία χρόνια πριν, η επιμήκυνση της «φαινομηρίδος» φούστας των γυναικών γινόταν πρωταρχικός στόχος για την εξυγίανση της Δημοκρατίας, η τελευταία προς τη δύση της, νομοθετούσε τα επιτρεπτά όρια του σκανδαλισμού των Ελλήνων από τις «γραφικές και γελοιογραφικές παραστάσεις» των περιοδικών.
Ο ρόλος της γελοιογραφίας εν όψει της εκτροπής. - «Μαύρο χιούμορ» σε μαύρο φόντο...
Δεν ήταν μόνο η αλληλουχία των ιστορικών ολισθημάτων της Δημοκρατίας εκείνη που κυρίως αξιοποιούσε η αντίδραση για τη μεθοδευμένη εκτροπή. Ήταν κυρίως η περίεργη «αξιοπιστία» της γελοιογραφίας που με την υπέρβαση μιας φήμης ή μιας ανακριβούς ειδήσεως, εδραίωνε τη γενική εντύπωση στη συνείδηση του κοινού. Η εντύπωση ήταν, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και η υπέρβαση μια καταραμένη «πέτρα», αιτία όλων των σκανδάλων. Από το μεγάλο ανάθεμα του 1916 με τη συσσώρευση των «λίθων» στο πεδίο του Άρεως, μέχρι τις σφαίρες της δολοφονικής απόπειρας στη λεωφόρο Κηφισίας το 1933, η απεικόνιση του Βενιζέλου έπαψε να έχει τόσο τον χιουμοριστικό χαρακτήρα της γελοιογραφίας, όσο τη συνθηματολογία μιας εμπαθούς αφίσας.
Οι παρενέργειες απ’ το μεγάλο «κραχ» του 1929, η οικονομική εξάντληση του Κράτους απ’ τους εξοπλισμούς, το προσφυγικό πρόβλημα, τα δημόσια χρέη και η αδυναμία για την κάλυψή τους, ήταν σταθερά θέματα γελοιογραφικών συνθέσεων πάνω σε μαύρο φόντο. Ο σαρκασμός ενός πρώην εθνικού ηγέτη με τους χαρακτηρισμούς του «γέροντος και του ανήμπορου», ίσως να μην έχει τις προδιαγραφές του «μαύρου χιούμορ», έχει όμως το στοιχείο της κριτικής υπέρβασης και της εσχατολογίας. Δεν συμμαχεί με το θάνατο για να τον αφορίσει, τον αφορίζει για να τον κάνει σύμμαχο.
η χρονιά του μαύρου χιούμορ.
Το εσχατολόγιο άρχισε πέντε ημέρες από τη στιγμή που ο στρατηγός Κονδύλης παρέδωσε με τιμές το πτώμα της Δημοκρατίας στα χέρια των Γλίξμπουργκ. Σε δύο ημέρες ο τελευταίος τον παρασημοφορεί κι αμέσως τον απορρίπτει ως άχρηστο πλέον εργαλείο. Μετά τρεις ημέρες ο «Κεραυνός» ήταν νεκρός. Δυο μήνες μετά φθάνει η θλιβερή είδηση από το Παρίσι. Ο εθνικός ηγέτης επιστρέφει νεκρός από την εξορία. Ο τελευταίος πρωθυπουργός της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας Δεμερτζής, μόλις που προλαβαίνει να τελέσει ένα τυπικό πολιτικό μνημόσυνο του Βενιζέλου στη Βουλή. Σε τριάντα ημέρες ήταν κι αυτός νεκρός. Το πολιτικό μνημόσυνο του τελευταίου, το τέλεσε ο Ιωάννης Μεταξάς ως Πρωθυπουργός μειοψηφίας για να τελέσει ένα μήνα μετά και το μνημόσυνο του αρχηγού της πλειοψηφίας, Παναγή Τσαλδάρη. Ο θάνατος της Δημοκρατίας ήρθε τρεις μήνες μετά και στο ξόδι της, δεν ζούσε για να ακολουθήσει ούτε ο πρώτος εμπνευστής της, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Η τελευταία χρονιά της Δημοκρατίας 1935-36, ήταν μια χρονιά με μαύρο χιούμορ.
Ο «κομμουνιστικός κίνδυνος», ο φασισμός και οι γελοιογράφοι.
Η ώρα της αλήθειας για τους γελοιογράφους είχε σημάνει κι έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στον Βενιζελισμό ή τον Αντιβενιζελισμό μια και η παραδοσιακή «ανεξαρτησία» τώρα δεν τους παρείχε το άλλοθι για ελεύθερα χτυπήματα. Τον κίνδυνο τον έβλεπαν και τον σκιαγραφούσαν και το δίλημμα δεν ήταν πια η βολική αντιπολίτευση ή η φιλοκυβερνητική γαλιφιά. Τώρα έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στο δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης ή την παντοτινή σιωπή. Ο φασισμός ήταν πραγματικότητα στην Ιταλία και τη Γερμανία και στην Ελλάδα ένας «ατίθασος νάνος», ο Ιωάννης Μεταξάς τον διακήρυσσε ξεκάθαρα. Είχε στα χέρια του όλο το μηχανισμό που του παρέδωσε η Δημοκρατία σε στιγμές ανασφάλειας και παντελούς έλλειψης χιούμορ. Γιατί ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» δεν ήταν εφεύρεση της αντίδρασης, αλλά της ίδιας της Δημοκρατίας που «θωρακίστηκε» με το «Ιδιώνυμο» για να το παίξει «ταξικός εχθρός» ενός αμφίβολου 5% του εκλογικού σώματος!
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936, δεν ήταν παρά η καρικατούρα της «κινδυνολογίας» που ουσιαστικά συμπύκνωνε τις ενοχές της αστικής κοινωνίας, η οποία αντί να βοηθήσει τις ομάδες υψηλού κινδύνου, αφόριζε τον κίνδυνο. Ανεργία, μισθοί, προσφυγικό ήταν οι ανοιχτές πληγές που κληροδότησε στη Δημοκρατία το σύστημα της παλιάς μοναρχίας που τώρα βυσσοδομούσε ξανά. Ούτε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ούτε τα έργα υποδομής (Ούλεν, Πάουερ, δρόμοι) διέφυγαν την εξ ορισμού λοιδορία. Όταν η σκανδαλολογία και η γελοιογραφία που την ενίσχυσε, έγιναν το «θεωρητικό» κάλυμμα για την κατάργηση και του Κοινοβουλίου, οι γελοιογράφοι δεν είχαν παρά να παρουσιάσουν ένα μικρό μόνο έργο «αντίστασης» μέσα από υπονοούμενα, λίγο πριν αρχίσει η σκληρή λογοκρισία που τους κατήργησε τελείως. Η εξαίρεση ήρθε από τις εφημερίδες της Αριστεράς, τον «Ριζοσπάστη» και κάποιες συνδικαλιστικές περιοδικές εκδόσεις, όπου δούλεψαν ο Νίκος Καστανάκης, ο άγνωστος Τάκης Δέδες και μερικοί ακόμα ψευδώνυμοι ή ανώνυμοι που δεν αναγνωρίζονται ούτε από την μανιέρα τους.
Ο «μυστικός δείπνος» στο «Σέσιλ» και η τύχη της ελευθερίας του λόγου. - Ο θάνατος ακόμα και της «Ψαλίδος».
Ακόμα και ο διεθνής φασισμός που αγκάλιζε την Ευρώπη, πέρασε απαρατήρητος. Οι προοδευτικές εφημερίδες αναδημοσίευαν ξένες αντιφασιστικές γελοιογραφίες, όπως του Guseppe Scalarini απ’ την ιταλική “Avanti”, του Leslie Illingworth από την αγγλική “Daily Mail”, του Bill Papas της Νοτιοαφρικανικής ομογένειας από την “Guardian” και άλλων, γιατί ελάχιστοι ντόπιοι γελοιογράφοι πριν από τη δικτατορία του Γλίξμπουργκ, είχαν καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε πίσω από τη βιτρίνα. Ο «μυστικός δείπνος» του «Σέσιλ» στην Κηφισιά με τους εκδότες και διευθυντές των εφημερίδων που οργάνωσε ο ευνοιοκρατικά επιλεγμένος ακόμα Πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, υπήρξε η άμεση απάντηση της δικτατορίας μία ημέρα πριν την επίσημη κήρυξη της, για το ρόλο που επιθυμούσε να διαδραματίσει ο Τύπος στο νέο καθεστώς[2]. Η σκληρή λογοκρισία που επέβαλε από την πρώτη κιόλα ημέρα του βίου του, υπέγραψε την ληξιαρχική πράξη θανάτου της «Ψαλίδος», ενός γελοιογραφικού «στοιχειού» που είχε σχεδιάσει ο Φωκίων Δημητριάδης για την κάλυψη των κενών που άφηνε η λογοκρισία του 1919 στο «Ριζοσπάστη». Κάθε δικτατορία σεβόμενη εαυτή, στο εξής δεν θα άφηνε ίχνη στραγγαλισμού στο πτώμα της ελευθεροτυπίας.
Η δικτατορία που νοιάστηκε και για την υστεροφημία της. - Η γελοιογραφία υπό την στοργή ενός «φιλότεχνου» δημάρχου.
Ο θάνατος των «κενών» της λογοκρισίας στις στήλες και τις σελίδες των εφημερίδων, σήμανε και τη νέα μορφή που θα είχε πλέον η βία. Δεν ήταν μια «έκτακτη» ή προσωρινή κατάσταση, όπως όλες οι άλλες που είχαν επιβληθεί κατά καιρούς. Η δικτατορία αυτή νοιαζόταν και για τη συνέχεια και για την υστεροφημία της. Ένα δημοφιλές και μεγάλο κεφάλαιο της επικοινωνίας, όπως ήταν η γελοιογραφία, δεν ήταν δυνατόν να εξαφανιστεί μονομιάς στερώντας το κοινό από μια παράκεντρη διέξοδο. Έπειτα η διοχέτευσή της σε μια κοινωνική σάτιρα, όσο ανώδυνη κι αν φαινόταν για το καθεστώς, εγκυμονούσε κινδύνους για τα ήθη, την χρηστότητα των οποίων διαφύλαττε με την ευλάβεια που απαιτούσαν οι ανάγκες ενός «Τρίτου» Ελληνικού Πολιτισμού που σχεδίαζε με το «πολιτιστικό» του οπλοστάσιο[3]. Εκτός από τα αρχαιοελληνικά δόρατα των χλαμυδοφόρων και τις βυζαντινές τιάρες των πορφυροφόρων στις φιέστες του Σταδίου, επιχειρούσε κι έναν διακριτικό έλεγχο των ηθών μέσα από γελοιογραφικές εκθέσεις που οργάνωνε επ’ αμοιβή ο Δήμος του υπουργού Πρωτεύουσας, Κώνστα Κοτζιά, εξασφαλίζοντας ένα μικρό εισόδημα στους γελοιογράφους και μια μεγάλη συλλογή γελοιογραφιών για τη Δημοτική Πινακοθήκη της Αθήνας.
Ο Μανιαδάκης ανοίγει μια τρύπα στο σκοτεινό θάλαμο της δικτατορίας. – Μια γελοιογραφία για την πυρά.
Ο «κακός» δρόμος της ελάχιστης ανοχής, είχε ανοίξει καταχρηστικά τρεις μήνες μετά την κήρυξη της δικτατορίας, από έναν άλλο υπερυπουργό, που πριν κατασκεύαζε δρόμους ως εργολάβος, στη Μακεδονία και Θράκη. Ήταν ο σκοτεινός υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας Μανιαδάκης, του οποίου οι υπερβάσεις των εργολαβιών του είχαν ξεπεράσει τα όρια μιας απλής φορολογικής διευθέτησης και οι γελοιογραφίες του λευκώματος που είχε εκδώσει λίγες ημέρες πριν ένας νέος γελοιογράφος, ο Νίκος Κατσουρός, είχαν υπερβεί τα εσκαμμένα. Ο τελευταίος ήταν ταμειακός υπάλληλος στην Εφορεία Καβάλας και σε ανύποπτο χρόνο είχε «διευκολύνει» τον εργολάβο, ο οποίος με την υπουργοποίησή του έδωσε εντολή να κατασχεθεί το λεύκωμα του Κατσουρού «Σεξ-Αππίλ Hélas» που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Φυσικά ούτε το πνευματικό επίπεδο του εργολάβου, ούτε το «χιούμορ» του ευαισθητοποιήθηκαν από το σκόπιμο λάθος του τίτλου, «Hélas» με ένα «I» που σημαίνει «αλίμονο», αλλά το γελοιογραφικό του περιεχόμενο που αφορούσε, εκτός από πολιτικούς και πολλούς καλλιτέχνες του μαυροπίνακα, και μια γελοιογραφία του Μουσολίνι. Παρ’ όλο ότι το ατόπημα ήταν για το καθεστώς από τα πιο ασυγχώρητα, ο υπουργός έδωσε εντολή να ανακληθεί η κατάσχεση μόλις πληροφορήθηκε την ταυτότητα του δράστη. Ήταν μια στιγμή «μπέσας» του συγκεκριμένου υπουργού, αλλά και ένα παραθυράκι που άνοιγε για το «γελοιογραφικό έπος» που θα άρχιζε τρία χρόνια μετά.
ΑΝ 334/1936 (Ιδρυτικός ΕΟΝ) σκοπός «η επωφελής διάθεσις του ελευθέρου από της εργασίας χρόνου των νέων προς προαγωγήν της σωματικής και ψυχικής καταστάσεως αυτών και ανάπτυξιν του εθνικού φρονήματος και της πίστες προς την θρησκείαν»
[1] Robert Escarpit “Το Χιούμορ» από τις εκδόσεις que sais-je? σελ.91 ελληνική έκδοση Ι. Ζαχαρόπουλος 1963.
[2] Καράντζας Γεώργιος «Γεύμα στο “Σέσιλ” με επιδόρπιο ...λογοκρισία», «Βήμα» Φάκελος «4η Αυγούστου» 3/8/1986.
[3] ΑΝ 334/1936 (Ιδρυτικός ΕΟΝ) σκοπός «η επωφελής διάθεσις του ελευθέρου από της εργασίας χρόνου των νέων προς προαγωγήν της σωματικής και ψυχικής καταστάσεως αυτών και ανάπτυξιν του εθνικού φρονήματος και της πίστες προς την θρησκείαν»
το Έπος των Γελοιογράφων
Η λογοκρισία απαγορεύει την διακωμώδηση του Μουσολίνι. - Ο Μανιαδάκης αιφνιδιάζει τη λογοκρισία με μια γελοιογραφία.
Ήταν ένας Μουσολίνι αλλιώτικος από τους άλλους. Ένα τεράστιο κεφάλι πάνω σε ρόδες και η κάνη ενός κανονιού, προέκταση της γλώσσας του. Δεν είχε «λόγια» παρά μόνο έναν τίτλο: «Ο πολιτισμένος». Ήταν η πρώτη γελοιογραφία του Ιταλού δικτάτορα επί δικτατορίας Γλίξμπουργκ στην Ελλάδα. Δε δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες, ξεφυλλίζοντας όμως τις σελίδες του λευκώματος του Κατστουρού, οι λογοκριτές της Γραμματείας Τύπου είδαν την υπηρεσία τους να κλονίζεται απ’ τα θεμέλια. Μέσα στις εντολές που είχαν πάρει ήταν κι αυτή: «Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπον προσβολή αρχηγών μεγάλων δυνάμεων...» και τώρα είχαν να κάνουν με έναν «κομμουνιστή», προστατευόμενο του Μανιαδάκη! Δεν τους απασχολούσε ο κίνδυνος διατάραξης των Ελληνοϊταλικών σχέσεων (αυτές ήταν διαταραγμένες από καιρό), όσο το προηγούμενο που θα μπορούσε να δημιουργήσει στην υπηρεσία τους μια τέτοια ανοχή.
Στέφανος Μπέζος, γελοιογράφος δικτατόρων. - Η λογοκρισία δεν χαρίζεται ούτε στην «Πρωία».
Οι μονομανίες του Στέφανου Μπέζου θύμιζαν την κινέζικη ιστορία του πρίγκιπα που ανάλωσε τη ζωή του στην τέχνη να εξοντώνει δράκους κι όταν την έμαθε τέλεια, μάταια τους αναζητούσε, γιατί δράκοι δεν υπήρχαν. Γυρίζοντας απ’ το Παρίσι είχε μάθει δυο τέχνες τέλεια: Τις «χαβάγιες» στην κιθάρα και το σκιτσάρισμα του Μουσολίνι, του Χίτλερ και του Φράνκο. Για τους δυο τελευταίους δεν κουβέντιαζαν καν στην «Πρωία», όταν ζήτησε εργασία ως γελοιογράφος, τα σκίτσα όμως του Μουσολίνι ήταν μια αποκάλυψη. Κατά τον αρχισυντάκτη Γιώργο Καράντζα, ο Στέφανος Πεσματζόγλου, εκδότης της «Πρωίας» ενδιαφέρθηκε προσωπικά για το νέο γελοιογράφο και ζήτησε να καθιερωθεί γελοιογραφική ρουμπρίκα με αποκλειστικό θέμα την διακωμώδηση του Ιταλού δικτάτορα που είχε αρχίσει να ορέγεται πέραν της Αλβανίας και την Ηπειρο. Ένας μισθός 5.000 δραχμών ήταν ο μεγαλύτερος που είχε δοθεί σε συνεργάτη της εφημερίδας μέχρι τότε, κι όπως έλεγε ο Καράντζας[3], ένας αριθμός 40 γελοιογραφιών του Μπέζου, ήταν ο μεγαλύτερος που είχε απορριφθεί μέχρι τότε απ’ τη λογοκρισία. Έπρεπε να περάσουν τριάμισι χρόνια για να αναστείλουν σιωπηρά την απαγόρευση, πριν εκτραπούν συνειρμικά στην καταδίωξη των «δράκων» και οι λοιποί γελοιογράφοι.
Η «εθνική» υπομονή είχε και τα όριά της! - Η γελοιογράφηση του Μουσολίνι επετράπη δύο ημέρες μετά την εισβολή.
Η αρχή έγινε δειλά, δυόμισι μήνες μετά το χτύπημα της «Έλλης», με την «αποκάλυψη» από το καθεστώς ότι, ο τορπιλισμός της, στις 15 Αυγούστου του ‘40 ήτανε έργο ιταλικού υποβρυχίου! Σε έναν μυστικό πάλι, επί ποινή θανάτου, «δείπνο» των στελεχών των εφημερίδων[3], ο δικτάτορας έδωσε στη δημοσιότητα τα ντοκουμέντα της εθνικότητας του υποβρυχίου και ζήτησε την συμπαράσταση του Τύπου στον αγώνα κατά των εισβολέων. Ήταν η 30ή του μηνός Οκτωβρίου 1940, τα ιταλικά στρατεύματα είχαν δύο ημέρες που πέρασαν τα Ελληνοαλβανικά σύνορα και η μέχρι τότε παθητικότητα του καθεστώτος απέναντι στις προδρομικές του πολέμου, προκλήσεις, μόνο την ανησυχία των Άγγλων είχε προκαλέσει, καθώς δεν ήταν ακόμα ξεκάθαρες οι θέσεις του φιλοναζιστή δικτάτορα, απέναντι στη Συμμαχία[3]. Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Οι στρατηγοί από μήνες ζητούσαν επιστράτευση κι ο Γλίξμπουργκ ως τυφλό όργανο των Άγγλων, μπροστά στον κίνδυνο να συμπαρασυρθεί με τον πρωθυπουργό του σε ανεπιθύμητες «παρεξηγήσεις», την ύστατη στιγμή έγινε ο θριαμβευτικός «αφέτης» της σωρευμένης εθνικής υπομονής των Ελλήνων.
Απομυθοποιείται ο σκληρός λογοκριτής. - Οι εφημερίδες ξανακερδίζουν τις προδικτατορικές κυκλοφορίες τους.
Ο «κλάδος» των Γελοιογράφων, τέσσερα χρόνια μετά από την αναγκαστική σιωπή του, ένοιωσε ότι έφτασε η στιγμή της συστράτευσης διερμηνεύοντας όχι τόσο τις νουθεσίες και τις αμοιβές των εκδοτών, όσο το γενικό κλίμα του λαϊκού ενθουσιασμού και της ομοψυχίας που είχε αποχαλινωθεί με τις πρώτες ειδήσεις της φασιστικής εισβολής. Οι παλιότεροι γελοιογράφοι της γενιάς του Εθνικού διχασμού (Δημητριάδης, Καστανάκης, Βώττης, Παπαδημητρίου, Παπαγεωργίου, Θεοδωρόπουλος, Αντωνιάδης, Γκέιβελης, Αριστέας, Γάλλιας) μαζί με τους νεότερους (Μπέζο, Κατσουρό, Παυλίδη, Βλασσόπουλο, Νικολινάκο, Πολενάκη) αποδύθηκαν στον πανεθνικό ξορκισμό της βίας του φασισμού και της αλαζονείας της δύναμής του. Δανειζόταν το κουράγιο, στην αρχή από τις ελπίδες που αναπτέρωνε η χαραμάδα ελευθερίας, καθώς την διεύρυνε ο πόλεμος. Ύστερα ήρθαν οι θρίαμβοι του μετώπου με τις απανωτές νίκες και το κουράγιο έγινε δύναμη. Ο Τύπος επιχειρούσε να καλύψει το χαμένο χρόνο της δοτής δημοσιογραφίας, πασπαλίζοντας τις «οδηγίες» του καθεστώτος και με μικρές «αυθαιρεσίες». Η αναμπουμπούλα στάθηκε πολλές φορές σύμμαχος των εφημερίδων που ξανακέρδιζαν τις κυκλοφορίες τους και απομυθοποιούσαν την παντοδυναμία του σκληρού λογοκριτή. Κάποτε κι εκείνος έκανε τα «στραβά μάτια», κατά τον Καράντζα[3].
Απαγορεύσεις στο τραπέζι της μυστικής διπλωματίας του Μεταξά. - Η μοναξιά της καρικατούρας του Μουσολίνι.
Όμως ο έλεγχος δεν έπαψε σε καμιά περίπτωση να είναι στενός. Οι γελοιογραφίες δεν μπορούσαν να δημοσιευθούν αν δεν έφεραν την σφραγίδα της έγκρισης του Υπουργείου Τύπου και Τουρισμού. Ένας μονότονος Μουσολίνι, σχεδόν τυποποιημένος πάνω στην αρχική ιδέα του Μπέζου και του Κατσουρού, πέρασε στο «έπος της γελοιογραφίας» περισσότερο σαν σύμβολο παρά σαν ιστορικό πρόσωπο. Μοναχικός κι αποκομμένος από τα λοιπά πρόσωπα του διεθνούς φασισμού, ξέφτιζε σιγά σιγά μαζί με την προσωπική του ιστορία που τον ήθελε έναν ξιπασμένο παλιάτσο, αδύναμο να πείσει για τη ρωμαϊκή του συνέχεια. Η διακωμώδηση ολόκληρης της φασιστικής συντροφιάς του «Άξονα», ήταν μέχρι τον Ιανουάριο του 1941, σχεδόν απαγορευμένη. Η λογοκρισία «έκοβε» τον Χίτλερ από τις γελοιογραφίες με τον Μουσολίνι, όπως τα χωρισμένα ζευγάρια κόβουν τα κεφάλια τους από τις «εβδομαδιαίες φωτογραφίες». Δεν ήταν μόνο ο θαυμασμός του Μεταξά προς τον Γερμανό δικτάτορα λόγω της Πρωσικής κουλτούρας του, αλλά και η έμμονη ιδέα του για μια «έντιμη» Ελληνοϊταλική ανακωχή με τη μεσολάβηση του Χίτλερ.
Πως ρίχτηκαν στη θάλασσα οι «κοκορόφτεροι» από τους... γελοιογράφους. - Μάχη με τους λογοκριτές.
Ανάλογη εξήγηση πρέπει να είχε και η εμμονή της λογοκρισίας στο ζήτημα της «επικείμενης» κατάληψης του λιμανιού της Αυλώνας. Η ιδέα που θα οδηγούσε στην «κάθαρση» του πολεμικού δράματος στην Αλβανία, είχε σχηματιστεί ήδη στη φαντασία των γελοιογράφων από τις 6 Δεκεμβρίου, όταν έπεσαν στα χέρια του Ελληνικού Στρατού οι Αγιοι Σαράντα. Στρατηγικά άνοιγε ο δρόμος για την κατάληψη του μεγαλύτερου λιμανιού της Αλβανίας. Σατιρικά οι Ιταλοί θα «ρίχνονταν στη Θάλασσα». Ήταν ένα πολύ διασκεδαστικό θέαμα κι ένα εξαιρετικά στρατηγικό επίτευγμα που θα επιστέγαζε τις μέχρι τότε νίκες των Ελλήνων[3]. Η σχεδιαστική ικανότητα του Φωκίωνα Δημητριάδη να σχηματοποιεί με εξαιρετική δεξιοτεχνία τα πλήθη, είχε περάσει τον έλεγχο και η ιδέα μιας πανστρατιάς «κοκορόφτερων» να κολυμπά στην Αδριατική ανάμεσα σε ψάρια για να σωθεί, έσπαγε τη θεματική ρουτίνα της καθημερινής επικαιρότητας. Η ξαφνική παρέμβαση της λογοκρισίας έκλεισε το δρόμο των γελοιογράφων προς τη... θάλασσα, με τον ίδιο τρόπο που η παρέμβαση του Μεταξά ακύρωνε την έφοδο του Ελληνικού Στρατού κατά της Αυλώνας. Οι «κοκορόφτεροι» δε ρίχτηκαν στη θάλασσα. Μάταια ο αρχισυντάκτης της «Πρωίας» έδινε μάχη στη λογοκρισία για να περάσει ανάλογες γελοιογραφίες. Ο Καράντζας διηγείται ότι, αναγκάστηκε να δει τον ίδιο τον αρχιλογοκριτή Μιχάλη Παπαστρατηγάκη, ο οποίος έδωσε τέλος στις συζητήσεις απειλώντας να μεταθέσει το ζήτημα στις αρμοδιότητες του Μανιαδάκη!
Οι σπουδαστές της ζωγραφικής υπό την ποδηγεσία του καθεστώτος. - Η εθνική έξαρση υπό έλεγχο.
Καμιά υστεροβουλία του καθεστώτος και καμιά απειλή δεν μπορούσε να ανατρέψει τελείως το κλίμα της εθνικής ευφορίας. Είναι αλήθεια ότι και το ίδιο το καθεστώς της δικτατορίας ενθάρρυνε συγκρατημένα την ανάταση και την ομοψυχία, διατηρώντας πάντα τον αντικομμουνιστικό χαρακτήρα και την σκληρότητά του. Σε στελεχιακό επίπεδο ούτε στο Στρατό, ούτε στα Μέσα Επικοινωνίας επέτρεψε επίσημα οποιαδήποτε αυθόρμητη πατριωτική προσφορά. Ακόμα κι όταν η Σχολή Καλών Τεχνών αποφάσισε να προκηρύξει μεταξύ των σπουδαστών διαγωνισμό για την φιλοτέχνηση αφίσας «εθνικής σκοπιμότητας», το υπουργείου Τύπου έσπευσε να επιβάλει τα θέματα, γνωρίζοντας το ιδεολογικό ανεξέλεγκτο της σπουδάζουσας νεολαίας. Μ’ όλα τούτα η συμμετοχή των σπουδαστών τότε, Κ. Γραμματόπουλου, Βάσως Κατράκη, Τάσου Αλεβίζου κ.α. , προδιέγραφε με τα χαρακτικά τους την απόφαση των νέων καλλιτεχνών να συνεχίσουν την αντίσταση και κατά του νέου εισβολέα, λίγους μήνες μετά.
Το έπος των γελοιογραφημένων «ταχυδρομικών δελταρίων». – Η μάχη της αφίσας. - Η αντίσταση στο φασισμό ήταν λαϊκή
Όλες εκείνες οι χρωματιστές αφίσες ανώνυμων καλλιτεχνών με ηρωικές παραστάσεις από τους Βαλκανικούς Πολέμους είχαν ξεθωριάσει απ’ τον καιρό κάτω από ένα στρώμα περιττωμάτων εντόμων στους τοίχους των καφενείων, των σχολείων και των δημόσιων χώρων. Εικοσιπέντε χρόνια μετά, τις αντικαθιστούσαν νέοι ανώνυμοι κι επώνυμοι καλλιτέχνες με αφίσες πέρα και πάνω από την ηρωική τους σημασία. Λαϊκοί και έντεχνοι χαράκτες και ζωγράφοι, σημάδευαν και ιδεολογικούς στόχους με κάποιο ανεπαίσθητο αντιστασιακό χιούμορ, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στη λαϊκή συμμετοχή. Το 1940 ο πόλεμος ήταν λαϊκός κι αυτό φαίνεται από τις «γυναίκες της Πίνδου», απ’ τη «γυναίκα της φανέλας του στρατιώτη», απ’ τον απλό φαντάρο και τον τσολιά που κυριαρχούν χωρίς τις προσωπογραφίες των αρχηγών σε κύκλους και σχεδιαστικά «παράθυρα» των περιθωρίων[3].
Οι γελοιογράφοι, δημιουργοί εφήμερων εικόνων, με αυξημένη όμως ικανότητα δημοσιογραφικής αντίληψης, μετείχαν στο λαϊκό πανηγύρι της επικοινωνίας με αφίσες, συλλαμβάνοντας τα κραυγαλέα στοιχεία των γεγονότων, την τραγικότητά ή τις κωμικές πλευρές τους. Άγνωστος θα παραμείνει ο καλλιτέχνης-γελοιογράφος της «μάχης των Κενταύρων και Λαπιθών», που προσωποποιεί την πανωλεθρία της ιταλικής μηχανοκίνητης μεραρχίας στην Πίνδο, μεταφέροντας τον αρχαίο Θεσσαλικό μύθο των κενταύρων, στο πεδίο της μάχης. Με κύρια θητεία στην πολιτική γελοιογραφία των περασμένων χρόνων ο Φωκίων Δημητριάδης, ο Νικόλαος Νείρος και ο Φρίξος Αριστέας, διεκδικούν αυτοί, μαζί με τον ρομαντισμό του ηρωικού έπους και την πιστότητα των αναπαραστάσεων, ξεχνώντας κάποτε και την γελοιογραφική τους ιδιότητα.
Ο θρίαμβος όμως του «έπους της γελοιογραφίας» του ’40 μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια του ντόπιου φασισμού, δε σταματάει στην απλή εικονογράφηση ενός νοητού χρονικού των καθημερινών ένδοξων και τραγικών στιγμών του πολέμου. Αν και οι τελευταίες, σπάνια έφταναν στη δημοσιότητα για να δείξουν την άλλη όψη του, ένας άλλος πόλεμος λιγότερο ξεχασμένος, ενεργοποίησε την ευρηματικότητα τους. Η «μάχη» των ταχυδρομικών δελταρίων έκανε τον πόλεμο Παγκόσμιο λίγο πριν εκραγεί κι επίσημα. Αποδέκτης του δεν ήταν μόνο ο φαντάρος της Αλβανίας, ήταν όλος ο άμαχος κι ο μάχιμος κόσμος που μάθαινε με χιούμορ ότι, η αντίσταση στο φασισμό δεν ήταν ανέφικτη. Οι περισσότερες γελοιογραφίες είχαν αντιγραφεί από τις καθημερινή επικαιρότητα των εφημερίδων κι άλλες από την περιοδική εφημερίδα «Νίκη» και την βραχύβια «Αέρα».
Η παράνομη γελοιογραφία λίγο πριν την κατοχή. – Ενα ντοκουμέντο που χάθηκε
Ο Μιχάλης Παπαγεωργίου (Μιχ-Παπ) εκθέτει μια μαρτυρία που σήμερα δυστυχώς δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί. Ο ίδιος και ο Στέφανος Μπέζος είχαν φιλοτεχνήσει για λογαριασμό του Εκδοτικού οίκου Δημητρίου Δημητράκου ένα μεγάλο αριθμό ταχυδρομικών δελταρίων με πρωτότυπες γελοιογραφίες από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, κι από την έναρξη της επιχείρησης «Μαρίτα». Αρχές Απρίλη, η γερμανική εισβολή σε πλήρη εξέλιξη και το χρωμολιθογραφείο τύπωνε, για πρώτη φορά σε ταχυδρομικά δελτάρια, τη γελοιογραφία του Χίτλερ να διαπραγματεύεται με το φάντασμα του Μεταξά την παράδοση της Ελλάδος στο Μουσολίνι. Ο ίδιος ο εκδότης έκαψε τις περισσότερες με την ραγδαία κάθοδο των Γερμανών στην Αθήνα, ένας μεγάλος αριθμός σώθηκε και τις έκρυψαν, αλλά κι εκείνες χάθηκαν στον Εμφύλιο, όταν οι εγκαταστάσεις του εκδότη λεηλατήθηκαν απ’ τους Εγγλέζους.
Η μαρτυρία μαγνητοφωνήθηκε στο σπίτι του Καράντζα, ο Καράντζας την επιβεβαίωσε. Σήμερα δε ζει κανείς από εκείνους κι απ’ όσους συνεργάστηκαν μαζί τους για να διασταυρωθεί η πληροφορία της πρώτης, ίσως και της μοναδικής γελοιογραφίας της Αντίστασης. Γιατί στο σκοτάδι της κατοχής που ακολούθησε, ο παράνομος τύπος λειτούργησε για την ενημέρωση, η γελοιογραφία όμως, έξω από τις τεχνικές δυσκολίες, μόνο λυτρωτικά μπορούσε να λειτουργήσει. Αυτό το ρόλο τον είχε αναλάβει η ένοπλη αντίσταση και οι σκόρπιες αντιφασιστικές αφίσες, καμωμένες κυρίως από χαράκτες...




