Ενα γερμανικό μυθιστόρημα με θέμα τη γερμανική κατοχή στην Κρήτη.
Του Σπύρου Μοσκόβου
Να δούμε σήμερα τη διαπλοκή ιστορίας και λογοτεχνίας μέσα από ένα καινούργιο γερμανικό μυθιστόρημα. Ο λόγος για το βιβλίο του συγγραφέα Κλάους Μόντικ με τίτλο "Μουσαφίρης στην Κρήτη". Μια έκπληξη, καθώς είναι η πρώτη φορά που ένας γερμανός συγγραφέας αξιοποιεί λογοτεχνικά την εποχή της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα και της αντίστασης. Ενα κεφάλαιο εντελώς παραμελημένο από την ιστορική έρευνα στη Γερμανία με εξαίρεση ελάχιστους τίτλους, οπότε πόσο μάλλον από τη λογοτεχνία. Να ακούσουμε τον ίδιο τον Μόντικ:
"Πάρτε για παράδειγμα τα πασίγνωστα βιβλία του Γερμανού συγγραφέα Ερχαρτ Κέστνερ, ο οποίος τον καιρό του πολέμου περιηγήθηκε τα ελληνικά νησιά και ιδίως την Κρήτη για λογαριασμό της Βέρμαχτ. Μόνο που στο έργο του για τις φυσικές, αρχαϊκές καλλονές του νησιωτικού αυτού κόσμου δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στον πόλεμο που μαινόταν εκείνη ακριβώς την περίοδο γύρω του. Εδώ στη Γερμανία δεν θέλαμε με τίποτα να αμαυρώσουμε την εξιδανικευμένη εικόνα της κλασσικής Ελλάδας που είχαμε στον νου μας. Μου φάνηκε λοιπόν ότι έφτασε η ώρα να μιλήσει κανείς ανοιχτά για όλα αυτά και να αποκαταστήσει την αλήθεια."
Αλλά τί έκανε τον Κλάους Μόντικ να ασχοληθεί με το θέμα; Ηταν τη δεκαετία του 70, όταν με ένα σακίδιο στον ώμο επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Κρήτη, γοητεύθηκε από το νησί και τους ανθρώπους του, γνώρισε εκεί μια Αμερικανίδα που στη συνέχεια έγινε η γυναίκα του. Και κάποια στιγμή άρχισε να ερευνά την ιστορία του νησιού: διηγήσεις Κρητικών, η σχετικά πλούσια αγγλική και η ισχνή γερμανική βιβλιογραφία για το θέμα. Με άλλα λόγια το μυθιστόρημα αυτό έχει μια μακρά προϊστορία θα λέγαμε, πολλαπλά εναύσματα. Πολλαπλά είναι και τα επίπεδά του: είναι ένας ύμνος στην ομορφιά της Κρήτης, μια διήγηση για τον πόλεμο, την κατοχή και την αντίσταση, μια ιστορία αγάπης, αλλά και κάτι σαν εξόφληση μιας παλιάς γερμανικής οφειλής:
"Εχω γεννηθεί το 1951, ο πατέρας και ο θείος μου ήταν στρατιώτες στο μέτωπο κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και όχι στην Κρήτη. Το ζήτημα όμως είναι ότι ολόκληρη αυτή η γενιά είχε την τάση να αποσιωπά ή και να εξιδανικεύει το παρελθόν. Μας διηγούνταν ρομαντικές περιπέτειες από τον πόλεμο, όχι όμως και για τα εγκλήματα σε βάρος των αμάχων. Από αυτή την άποψη το βιβλίο μου περιγράφει και την κατάσταση της γενιάς μου, της γενιάς των γιων των δραστών."
Μόνο ελάχιστα μπορούμε να πούμε από δω για την πλοκή του έργου, για την ακρίβεια για τα δυο της νήματα. Το ένα ξεκινά στην Κρήτη το 1943, όταν ο Γερμανός αρχαιολόγος Γιόχαν Μάρτενς φθάνει στο νησί με την αποστολή να καταγράψει μυστικά καλλιτεχνικούς θησαυρούς, που θα μπορούσαν να κοσμήσουν τα γερμανικά μουσεία. Στην πορείαο Γιόχαν θα συμπαθήσει τους Κρητικούς, θα γίνει Γιάννης, θα πάρει μέρος στην αντίσταση κατά των συμπατριωτών του, θα ερωτευθεί την Ελένη. Το άλλο νήμα ξεκινά στο Αμβούργο το 1975, όταν ο τελειόφοιτος στο πανεπιστήμιο Λούκας Χόλμπαχ αγοράζει συμπτωματικά δυο φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες αυτές θα τον οδηγήσουν στην Κρήτη και στο οικογενειακό του παρελθόν. Τα δυο νήματα της διήγησης θα μπλεχτούν ή θα ξαναενωθούν. Ενα καλογραμμένο βιβλίο που διαβάζεται και σαν συναρπαστική περιπέτεια. Η κριτική το συνιστά ήδη εδώ στη Γερμανία σαν ιδανικό ανάγνωσμα για τους τουρίστες που επισκέπτονται την Κρήτη το καλοκαίρι. Τελειώνοντας ρωτήσαμε τη γνώμη του συγγραφέα:
"Προτιμώ οι άνθρωποι να περνάνε τις διακοπές τους μελετώντας την ιστορία και την αλήθεια παρά διαβάζοντας φθηνές φυλλάδες. Αυτό που με ενδιέφερε εμένα είναι ότι μέσα στη συναρπαστική ομορφιά αυτού του τόπου, μέσα σ' αυτόν τον παράδεισο, εκτυλίχθηκε η κόλαση. Πρόκειται για μια πολύ παράξενη αντίφαση, που δεν είναι καν συνειδητή στους τουρίστες που λιάζονται σήμερα στις παραλίες της Κρήτης."




